- Θωμᾶς
- Θωμᾶςmasc acc pl (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων … Dictionary of Greek
Θωμάς Ακινάτης — Ιταλός θεολόγος. Βλ. λ. Ακινάτης, Θωμάς … Dictionary of Greek
θωμάς — Όνομα δύο πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. o άγιος (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (607 610). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον πατριάρχη Κυριακό και διακρίθηκε για τη συνετή συμπεριφορά του, τη θεοσέβεια και τους συνεχείς… … Dictionary of Greek
Θωμάς — ο 1. κύριο όνομα. 2. άπιστος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωμᾶς — θωμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric ionic) θωμᾶ̱ς , θωμάζω establish fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θωμάς Μπέκετ — Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Βλ. λ. Μπέκετ, Τόμας … Dictionary of Greek
Θωμάς ο Μάγιστρος — (13ος αι. – αρχές 14ου αι.). Βυζαντινός λόγιος και γραμματικός. Ήταν γνωστός και με το μοναχικό του όνομα Θεόδουλος. Το μόνο γνωστό στοιχείο για τη ζωή του είναι ότι υπήρξε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου B’ του Παλαιολόγου (1282 1328).… … Dictionary of Greek
Θωμάς ο Παρισινός — (18ος αι.). Γάλλος μοναχός του τάγματος των Καπουκίνων. Έγραψε κείμενα και στην ελληνική γλώσσα, τα οποία μαρτυρούν γνώση της δημοτικής και, γενικότερα, του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος. Έγραψε, μάλιστα, γραμματική της δημοτικής (1709), ενώ… … Dictionary of Greek
Θωμάς ο Σλάβος — (; – 823). Βυζαντινός στρατηγός, σλαβικής καταγωγής. Ήταν σύγχρονος του αυτοκράτορα Μιχαήλ B’, με τον οποίο παλαιότερα είχε συνυπηρετήσει στον στρατό. Λίγο μετά την άνοδο του Μιχαήλ στον θρόνο (820), ο Θ. οργάνωσε επαναστατικό κίνημα εναντίον του … Dictionary of Greek
Θωμάς Πρελούμποβιτς — (; – 1385). Σέρβος ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Ήταν γιος του αυθέντη της Θεσσαλίας και των Ιωαννίνων, Πρελούμπου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, υποχρεώθηκε από τον δεσπότη Νικηφόρο B’ να εγκαταλείψει τη Θεσσαλία και, μαζί με τη μητέρα του, πήγε στη … Dictionary of Greek